- καλλιτόκεια
- καλλῐ-τόκεια, ἡ, pecul. poet. fem. of sq., Opp.C.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιτόκεια — καλλιτόκεια, ἡ (Α) βλ. καλλίτοκος … Dictionary of Greek
καλλιτόκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτοκος — καλλίτοκος, ον, θηλ. και καλλιτόκεια (AM) (για γυναίκα) αυτή που γέννησε καλά και ωραία παιδιά, η καλλίτεκνος μσν. (για τη Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με θαυμαστό τρόπο τον Υιό τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ … Dictionary of Greek